- σιφωνολογία
- και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Αεκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.